Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
διίπταμαι — (Α) [ίπταμαι] 1. διαπέτομαι* 2. (για φήμη) διαδίδομαι … Dictionary of Greek
διίπταμαι — διαπέταμαι pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)